- εκδόριο
- τοέμπλαστρο, άλλοτε πολύ σε χρήση, που με την προσκόλλησή του στο δέρμα προκαλούσε φουσκάλες (οι οποίες με το σπάσιμό τους έβγαζαν άφθονο ορώδες υγρό) και επιδρούσε ευεργετικά σε πλευρίτιδα, κρυολόγημα κτλ. αφήνοντας στο δέρμα εκδορές (βλ. λ.), το βεζικατόρι, το βιζιγάντι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.